- κεκονιασμένοις
- κονιάζωto be sprinkled with ashesperf part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρομοιάζω — ΝΜΑ και διαλ. τ. παραμοιάζω Ν [ομοιάζω] μοιάζω με κάποιον ή με κάτι, είμαι ή φαίνομαι όμοιος, παρόμοιος με κάποιον («παρομοιάζετε τάφοις κεκονιασμένοις», ΚΔ) νεοελλ. (μτβ.) κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τόν θεωρώ ως άλλον εξαιτίας τής… … Dictionary of Greek